dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
σκοτώνομαι στη δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ackern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοτώνομαι στη δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schuften
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοτώνομαι στη δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich abrackern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκοτώνομαι στη δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich totarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…